- δαφοινήεις
- δαφοινήεις, -εσσα, -εν (Α)ο δαφοινός*.[ΕΤΥΜΟΛ. < δα*- + φοινήεις «κόκκινος», παράλληλος τ. τού φοινός «κόκκινος»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δαφοινήεντες — δαφοινήεις masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαφοινήεντι — δαφοινήεις masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαφοινήεντος — δαφοινήεις masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαφοινήεσσα — δαφοινήεις fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαφοινήεσσαν — δαφοινήεις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)